θηροκτόνος — killing wild beasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνον — θηροκτόνος killing wild beasts masc/fem acc sg θηροκτόνος killing wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνα — θηροκτόνος killing wild beasts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνε — θηροκτόνος killing wild beasts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνοι — θηροκτόνος killing wild beasts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνοις — θηροκτόνος killing wild beasts masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνου — θηροκτόνος killing wild beasts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροκτόνους — θηροκτόνος killing wild beasts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek